τηγανίζω

τηγανίζω
τηγανίζω (to fry in a τήγανον ‘frying-pan’; Posidippus Com. [III B.C.], Fgm. 5; BGU 665, 3 [I A.D.]; 2 Macc 7:5; Jos., Ant. 7, 167; loanw. in rabb.) fry (as in a pan), pass. w. act. sense of those undergoing fiery torments in hell ApcPt 20:34.—DELG s.v. τάγηνον.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τηγανίζω — fry in a pres subj act 1st sg τηγανίζω fry in a pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγανίζω — τηγανίζω, τηγάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά …   Dictionary of Greek

  • τηγανίζω — τηγάνισα, τηγανίστηκα, τηγανισμένος, ψήνω στο τηγάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τηγανιζομένων — τηγανίζω fry in a pres part mp fem gen pl τηγανίζω fry in a pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγανιζόμενον — τηγανίζω fry in a pres part mp masc acc sg τηγανίζω fry in a pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγάνιζε — τηγανίζω fry in a pres imperat act 2nd sg τηγανίζω fry in a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετηγανισμένος — τηγανίζω fry in a perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετηγανισμένου — τηγανίζω fry in a perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγανιζομένην — τηγανίζω fry in a pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηγανιζομένης — τηγανίζω fry in a pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”